- έξορμος
- -η, -ο (Α ἔξορμος, -ον) [όρμος]αυτός που βρίσκεται στην ανοιχτή θάλασσα, έξω από το λιμάνιαρχ.1. ορμητικός2. αναστατωμένος, ταραγμένος3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔξορμονη ορμή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔξορμος — sailing from a harbour masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξόρμους — ἔξορμος sailing from a harbour masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔξορμοι — ἔξορμος sailing from a harbour masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)